Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

Ένα Προσκήνυμα.

Δεν πάει πολύ ώρα που γύρισα σπίτι, μετά από ένα προσκήνυμα στη Μαύρη Ράχη των Ψαρών. Δεν θα ήθελα να γίνω κουραστικ- και να επαναλάβω ιστορίες γνωστές σε όλους μας. Όμως ήθελα να σας πω, πως κάθε φορά που πατάω το πόδι μου σε αυτόν τον ιερό τόπο της θυσίας, με διαπερνά η ίδια συγκίνηση. Ένας ξερόβραχος, μιά απέραντη θάλασσα και ένα εκτυφλωτικό φως.. Τίποτα άλλο. Με αυτά τα υλικά, φίλοι, χτίζεται το όραμα της ελευθερίας.
Της ελευθερίας που διεκδικεί ένα χαραγμένο στεγνό, ροζιασμένο χέρι, που κρατά ένα δαυλό . Μιά ανεξάντλητη στους αιώνες πηγή φωτός, αυτός ο δαυλός. Τίποτα δεν μπορώ να σας μεταφέρω. Μόνο ότι μεταφέρεται με μιά βαρειά σιωπή. Μιά μικρή αυλη γεμάτη θαύματα. Ένας τόπος που δίνει σάρκα και οστά στα όσια και ιερά αγαθά, στη θυσιαστική αφοσίωση στο όραμα της ελευθερίας . Πιό πάνω από ότι μπορώ να σκεφτώ. Να ανασαίνω ελεύθερα κοιτάζοντας το πέλαγος. Να χτίζω με σύννεφα και με φως τη Νίκη της Σαμοθράκης.
Και ο γέρο Κωσταντής; Aπό τι υλικό άραγε ήτα φιαγμένος;
Θα σας πω μόνο ένα πραγματικό περιστατικό που διηγήθηκε Γάλλος πρέσβυς και έχει καταγραφεί. Ο Κωσταντίνος Κανάρης που υποκλίνονταν όλοι στην αγνή του αγάπη στην πατρίδα, είναι γνωστό πως ανέλαβε πολλές και δύσκολες αποστολές στο νεαρό Ελληνικό κράτος, σαν υπουργός ναυτικών, πρωθυπουργός κατ' επανάληψη και σε κρίσημες για την εθνική ενότητα στιγμές κλπ. Ζούσε σε ένα σπίτι στην Κυψέλη ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας. Είχε κοτέτσι και μπαξέ που τον περιπιόταν η γυναίκα του. Όταν μιά από τις φορές που ήταν πρωθυπουργός τον επισκεύθηκε ο νέος Γάλλος πρέσβυς στην Ελλάδα για να δώση τα διαπιστευτήριά του , ο κυρ Κωσταντής του ζήτησε να μείνει το μεσημέρι για να φάνε μαζί. Ο πρέσβυς δέχθηκε με δέος την πρόσκληση (και περιγράφει τα συναισθήματά του, στα απομνημονεύματά του.) Ήξερε πως είχε μπροστά του τόν φοβερό άντρα που πυρπόλησε την πανίσχυρη Τουρκική Ναυαρχίδα. Τον φόβο και τον τρόμο των Τούρκων. Ο κυρ Κωσταντής τότε φώναξε την γυναίκα του.
-Κυρά Δέσποινα πιάσε και σφάξε ένα κόκκορα, ο κύριος πρέσβυς θα φάει μαζί μας...(Η κυρά Δέσποινα ήταν πρακτική μαία).
Ο Πρέσβυς ξαφνιάστηκε
-Πως είναι δυνατόν εξοχώτατε να ζητάτε από τη σύζηγό σας να σφάξει τον κόκκορα!.
-Ναι κύριε πρέσβυ, απάντησε ο Κανάρης, ντροπιασμένος. Εκείνη είναι πιό γεναία από μένα. Εγώ αποφεύγω τα αίμματα!!!!
Φίλοι, αυτός ήταν ο Κωσταντίνος Κανάρης. Πέθανε φτωχός. Είναι θαμμένος στο πρώτο νεκροταφείο πλάϊ στην αγαπημένη του γυναίκα την κυρά Δέσποινα Μανιάτη Κανάρη. Πιό δίπλα είναι και ο τάφος του Κοραή. Όσοι νιώθετε την ανάγκη αλλά δεν μπορείται να πάτε να προσκυνήσετε στον ξερόβραχο των Ψαρών το χώμα, το φως, και τη θάλασσα που τον γέννησαν, περάσετε και ρίξετε ένα λουλούδι στον τάφο του αυτές τις ημέρες μνήμης. Ας είναι κατακόκκινο. Τα κόκκινα λουλούδια δεν τα φοβόταν και ας έχουν το χρώμα του αίματος. Αυτό θα το κάνετε αντί σχολίου σε αυτή την ανάρτηση. Γρήγορα θα αναρτήσω και φωτογραφίες από το προσκύνημά μου εκεί. Και η θάλασσα δοκίμασε το πόσο θέλαμε να πάμε. Προσπάθησε να μας εμποδίσει με ανέμους οκτώ μποφώρ. ... παρά λίγο να κάναμε παρέα στο "Θεόφιλος" Περάσαμε πλάϊ του. Έχετε τα χαιρετίσματά του...

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

Φίλοι ξεκινώ πρώτη να γράφω μιά ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν το αποτέλεσμα από ένα ερέθισμα που δέχθηκα από τον Ντελάλη και που αφιερώνω στον Gskastro. Τον πιό πιστό μου φίλο στα bloggs.
Σας προσκαλώ να θυμηθήτε για το χατήρι της παρέας μας, μια παιδική ιστορία σας.
******
Δεν μπορώ να πω πως τα γυαλιά της γιαγιάς μου, καθώς τα΄βλεπες με πρώτη ματιά ήταν τόσο διαφορετικά από τα γυαλιά των άλλων. Μα στην πραγματικότητα αυτά τα γυαλιά ήταν πολύ πιό διαφορετικά από όλα τα γυαλιά του κόσμου. Ήταν μαγικά. ..Ναι πράγματι τα γυαλιά της γιαγιάς μου ήταν μαγικά. Αυτό όμως η γιαγιά δεν το'ξερε. Γιατί σε κείνην συμπεριφέρονταν σαν κανονικά γυαλιά. Όταν δεν τα φορούσε , τα έβαζε στο σακκουλάκι τους και τα ακουμπούσε πάνω στο σεντούκι που ήταν πλάϊ στο κρεββάτι της. Τότε εκείνα έβγαζαν το αυτάκι τους μέσα από το σακκουλάκι και μου΄γνεφαν πονηρά.
Και εγώ δεν έχανα ευκαιρία. Έτρεχα κοντά τους,, τα΄χωνα κρυφά στον κόρφο ή την τσέπη μου και τρέχαμε στα χωράφια. Έτσι άρχιζε πάντα η περιπέτειά μας.Τα΄βαζα στα μάτια μου και αρχίζαμε τα παινίδια. Τα διαβολόγυαλα άνοιγαν κάτι τεράστιους λάκους μπροστά μου, που όλο νόμιζα πως θα΄πεφτα μέσα. Με έκαναν να περπατώ σαν μεθυσμέν- και όλο σκόνταφτα και έπεφτα. Δεν ήταν να βλέπεις τα δέντρα με εκείνα τα γυαλιά.Οι κορμοί τους μεγάλωναν ξαφνικά και εκεί που ήταν μιά τόση δα αμυγδαλίτσα , ξαφνικά ο κορμός της γίνονταν χοντρός σαν της ελιάς και λύγιζε εύπλαστος σαν μαστίχα. Άν πάλι έβλεπες τον τοίχο, ο τοίχος βάθαινε σαν σπηλιά και αν προσπαθούσες να μπείς στη σπηλιά έσπαζες το κεφάλι σου. Αν έβλεπες τη γάτα μας , γίνονταν σα θεριό και αν προσπαθούσες να μετρήσεις τα δάχτυλά σου , ενώ μπορούσες να τα πιάσεις δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις. Τώρα αν αυτά τα γυαλιά τα΄βαζες πάνω στο μπράτσο σου, κόντρα στον ήλιο,έβλεπες δυό μικρά αστεράκια να καρφώνονται πάνω του και ένοιωθες τέτοιο τσούξιμο απ΄το κάρφωμα, σαν να΄χες φάει την πιό δυνατή τσιμπιά. Όμως η Γιαγιά όλα αυτά δεν τα ήξερε. Νόμιζε πως έπερνα τα γυαλιά της μόνο για να τα σπάσω ή για να χαλάσω τα μάτια μου όπως έλεγε θυμωμένα. Πως να καταλάβει η γιαγιά πως τα γυαλιά της ήταν μαγικά και πως μπορούσα να προδώσω το μυστικό μας. Την κοίταζα σαν τα φορούσε. Ήταν πότε για να διαβάσει το γράμμα της θείας μου, της κόρης της που έλειπε χρόνια στην Αμερική, πότε για να διαβάσει το Ευαγγέλιο, πότε για να δει τις φωτογραφίες των ξαδέλφων μου και να μην μπορεί να αποφασίσει σε ποιόν μοιάζουν. Ή πάλι για να βγάλει κανένα αγγάθι η αχινιό από τις πατούσες μου .Σε τέτοιες περιπτώσεις τα γυαλιά της γιαγιάς έπερναν ένα ύφος σοβαρό και αδιάφορο και έκαναν σαν να με έβλεπαν πρώτη φορά. Και τότε εγώ έκανα πως δεν καταλάβαινα...Καμιά φορά όταν ξεμάκραινα από το σπίτι και περνούσα το βαθύ αυλάκι που τότε έλεγα ποταμό, εκείνα ήξεραν πως να καλέσουν τις νεράϊδες από τις ψυλές χαρουπιές και αυτές να μου πονούν το κεφάλι και να νιώθω αδιαθεσία που έφτανε μέχρι τον εμμετό. Τότε άρχιζε η γιαγιά να με ξεματιάζει..μα τα χωμένα μέσα στον κόρφο μου γυαλιά την κορόϊδευαν και με τσιμπούσαν συνομωτικά... Εκείνα τα αστεία και μαγικά γυαλιά που δεν είχαν το ταίρι τους πάνω στη Γη, τυλίχτηκαν στη σιωπή και το πένθος σαν πέθανε η γιαγιά. Τα πήρε η μάνα τα τύλιξε μέσα στο σακκουλάκι τους και τα έβαλε μέσα στο σεντούκι. Δεν τα ξανάδα πιά. Ύστερα από πολλά χρόνια, σαν ήρθε η θεία από την Αμερική και άνοιξε η μάννα το σεντούκι της γιαγιάς,τα ξανάδα. Ήταν όμως βουβά, πεθαμένα, άψυχα. Δεν μπορούσαν πιά να μου γνέφουν η να μου κλείνουν το μάτι.. Τα γυαλιά της γιαγιά είχαν πεθάνει μαζί της.
Μα κάθε Μεγάλη Παρασκευή την ώρα που ψέλνουμε τα εγγωμια γύρω από τον Επιτάφιο νιώθω τις ψυχές όλων των πεθαμμένων μας να σκύβουν μαζί μας για να προσκυνήσουν το ενταφιασμένο Ιησού. Και καθώς ψάχνω να διακρίνω ανάμεσα τους την ψυχή της γιαγιάς, μέσα στους πολυελαίους το θυμίαμα και τα δάκρυα, βλέπω δυό μικρά αστεράκια να συνοδεύουν την ψυχή της καλής μου γιαγιάς. Σίγουρα θα είναι τα γυαλιά της.