Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Φθινόπωρο


Παντού απουσία.. .
Στην θάλασσα, στον ουρανό και στην αυλή μου .

Το ξέρω πως δεν υπάρχω πουθενά.. Εκεί στις σκοτεινές θάλασσες που ταξιδεύει ο νους σου, υπάρχουν μόνο τα μισοφωτισμένα μπαράκια που κρατουν συντροφιά στους ανικανοποίητους έρωτες της ζωής σου.
Εγώ το Φθινόπωρο, με τα σκουριασμένα Φύλλα, εγώ, είμαι Ξένο για σένα. Δεν υπάρχω πουθενά.
Ούτε στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων με τις αθλητικές ειδήσεις, ούτε στους καπνούς της όμορφης πόλης σου.. Στις φανταχτερές φωτογραφίες που σε κυκλώνουν, υπάρχουν μόνο οι διαφημίσεις των τσιγάρων και των περιοδικών με τις εφήμερες γόησσες των περιπτέρων... Εγώ δεν χωράω εκεί. Πολύ πριν έρθουν τα κύμματα , σάλευα πάνω στη υγρή άμμο, ψάχνοντας τα ίχνη από τα βήματα κάποιου άγνωστου Θεού..
Όμως τώρα είμαι εδώ και σε περιμένω. Τα ευαίσθητα κυκλάμινα βρήκαν τη δύναμη να τρυπήσουν τη Γη. Και να αφήσουν μιά πινελιά ροζ πάνω στα γκρίζα βράχια. Στην αυλή μου κουρνιάζουν τα μικρά πουλιά που φοβούνται την κατεγίδα. Χωράφι απλώνεται η ζωή μου , να ποτιστεί με τη βροχή των ματιών σου. Θα έρθεις το ξέρω. Σε περιμένω. Γιατί επί τέλους έμαθες και εσυ να κλαις. Τώρα τα χέρια σου μπορούν να οργώσουν το κορμί μου. Και να μετρήσουν τις βαθειές αυλακιές που τεμαχίζουν σαν μεσημβρινοί τη σφαίρα της μοναξιάς μου.
Και ένα ουράνιο τόξο να απλωθεί στον ουρανό για να πει πως , τέλειωσε η βροχή των δακρύων. Εγώ το Φθινόπωρο είμαι που σου μιλώ.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

H Ποντιακή Λύρα.


Φίλοι μου. Ότι θα σας πω με αυτό το κείμενο, είναι για μένα εξομολόγηση. Είναι μιά μνήμη που ήθελα να την κρατώ μέσα μου βαθειά και να μην την εκθέτω στο φως. Για να μην ξεθωριάση. Η συγκίνηση όμως που με συνεπήρε απαντώντας σε ένα σχόλιο της τελευταίας ανάρτησης του Νikiplos αναίρεσε την αποφασή μου. Σας την εμπιστεύομαι λοιπόν και ελπίζω να μην κακοποιηθή με διάφορους χαραχτηρισμούς. Όσοι φίλοι επιμένουν να με επισκέπτονται πιστεύω πως μπορούν και να με καταλάβουν.
Δεν έχει περάσει ακόμα ένας χρόνος από την τελευταία μου επίσκεψη στην Κωσταντινούπολη. (Πέρυση τέλος Οκτωβρίου).
Η παρέα μου τα βράδυα σκόρπιζε. Ο καθένας ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσωπικά δεν ήθελε να κάνω τίποτα. Μόνο να τριγυρίζω ολομόναχ- στους δρόμους της Πόλης και να ακούω τη φωνή της . Αλλά και την εντός μου φωνή. Έτσι ένα βράδυ καθώς τριγύριζα σε κάτι στενά κοντά στην οδό Πέραν την άκουσα. .. Ήρθε στα αυτιά μου ανακατεμένη με πολλές άλλες φωνές . Σιγά-σιγά η ψυχή μου την φίλτραρε και ακούστηκε καθαρή και κρυστάλινη. Το κάλεσμά της ήταν ξεκάθαρο. Έτρεξα κοντά της. Ήταν στην αγκαλιά ενός μαυριδερού ανθρώπου που σχεδόν απλωνόταν επάνω της και την σκέπαζε. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι του πάνω στα γόνατα και τα χέρια του την έσφιγκαν πάνω στα πόδια του.
Αυτή ήταν . Την αναγνώρισα. Γύρω-γύρω της, μαζεμένος κόσμος. Οι περισσότεροι νέοι. Άφωνοι. Μερικοί με κλειστά μάτια κουνούσαν παράξενα το σώμα τους. Όταν κατάφερα να αρθρώσω λόγο, τον πλησίασα. Τον ακούμπησα στον ώμο. Δεν αισθάνθηκε καν, το άγγιγμά μου. Τον ρώτησα:
- Είσαι Έλληνας? Γύρισε το πανάσχημο πρόσωπό του σε μένα. Ένιωσα να με διαπερνούν δυό μάτια που έκαιγαν. Με κοίταζε αλλά δεν μιλούσε. --Είσαι πόντιος? τον ξαναρώτησα. Σιωπή. Η φλόγα των ματιών του έδειχνε την τεράστια προσπάθειά του να με καταλάβει.
-Τραπεζούς? Άστραψαν τα μάτια του , μου έγνεψε καταφατικά και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μιά χαραμάδα σαν χαμόγελο...Ύστερα χωρίς να χάσει το χαμόγελο, ξανάπεσε πάνω στη λύρα του και συνέχισε να παίζει με μανία. Τρελή. μανία . Παραμέρισα το κουτί που είχε πλάϊ του για να του ρίχνουν χρήματα και κάθησα κοντά του.. Έβαλα και εγώ το κεφάλι μου πάνω στα γόνατα, έκλεισα τα μάτια και τον άκουγα να συνεχίζει την μελωδία που έρχονταν από τα βάθη των αιώνων. Την μελωδία της λύρας του Ορφέα, που ο έρωτάς του έδεινε δύναμη στα κουπιά της Αργώς...Ύστερα γινόταν ανεμος στα πανιά των ιστιοφόρων και υγρό πύρ που εκσφενδόνιζαν βυζαντινά χελάνδια δρώμωνες και πάμφυλοι.
Ταξίδευα.. Κάποια στιγμή άκουσα κάποιον να λέει στα αγγλικά σε κάποιον. "Αυτή η μουσική πρέπει να είναι Ελληνική" Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα ένα μαυριδερό άνθρωπο (μετά έμαθα πως ήταν πέρσης δημοσιογράφος που συνόδευε στην Κωσταντινούπολη κάποια αποστολή) να μιλά με ένα γιαπωνέζο.
-Ναι, απάντησα. Αυτη είναι Ελληνική μουσική.
-Είναι Έλληνας? με ρώτησε.
-Ναι απάντησα, χωρίς καμιά αμφιβολία. .
-Εσείς είστε από την Ελλάδα? με ρώτησε.
- Ναι .
-Ωραία, θέλω να μιλήσω μαζί του, είμαι δημοσιογράφος.
Εντωμεταξύ η λύρα συνέχιζε να σπαράσει, χωρίς την παραμικρή διακοπή. Έπαιζε..Έπαιζε.. Έπαιζε
-Θα με βοηθήσετε να του μιλήσω? με ρώτησε πάλι.
-Δεν μπορώ.
- Γιατί?.
-Δεν ξέρει Ελληνικά!.
-Μα είπατε πως είναι Ελληνας..
-Ακριβώς
-Τότε πως γίνεται να μην ξέρει Ελληνικά?
Γίνεται!... Διόμυση χιλιάδες χρόνια πριν από το Χριστό ένα μαγικό πλοίο, η Αργώ, ξεκίνησε με αρχηγό τον Ιάσωνα για τη χώρα της Φρυγίας.. ...και
η ιστορία μου προχωρούσε μέσα στους αιώνες μέχρι που έφτασε στην άλωση της Πόλης. Ο κύκλος γύρω μας όλο και μεγάλωνε. Και η λύρα συνέχιζε να παίζει με ένα τρελλό ρυθμό και να σαρώνει, τα τείχη. Να αλώνει την Πόλη, μέσα από τα τείχη αυτή τη φορά. 'Ετσι τουλάχιστον νόμισα εκείνη τη στιγμή. Αλλά και τις άλλες νύχτες που η ιστορία αυτή (χωρίς τους δημοσιογράφους) επαναλλαμβανόταν. Ξεκινούσαμε από τις 9 περίπου κάθε βράδυ, και φτάναμε μέχρι τα ξημερώματα. Νομίζω πως μετά έπιανε δουλεια κάπου, γιατί έφευγε βιαστικός και την ίδια πάντα ώρα. Το τελευταίο βράδυ ήταν δραματικό και για τους δυό μας. Κλάψαμε πολύ ώρα ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Το τελευταίο εκείνο βράδυ δεν γύρισα στο ξενοδοχείο . Έμεινα σε ένα καφενέ (στην οδό Πέραν διανυκτερεύουν) και ήπια τσάϊ και ναργιλέ.(και όμως δεν καπνίζω). Το πρωί φύγαμε. Όταν πέρυσι στα τέλη του Οκτώβρη άφηνα πίσω μου την Κωσταντινούπολη, ήξερα πολύ καλά πως άφηνα πίσω ένα κομμάτι πατρίδας να αγωνίζεται με τη λύρα και να διδάσκει ιστορία , από τα βάθη της Ανατολής μέχρι τις εσχατιές της Δύσης.. Πολύ σύντομα θα πάω να το ξαναβρώ.