Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Στις φυλακές

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στη φυλακή. Σε μιά θεατρική παράσταση, για τους ανθρώπους που βρέθηκαν και εκείνοι εκεί, για διαφορετικό από εμένα, λόγο.
Σχεδόν στο σύνολό τους νέοι, (κάτω των 30), με ανήσυχα και φοβισμένα μάτια που στα περισσότερα διέκρινα μιά ελαφρά ειρωνία, περιφέρονταν νευρικά στο χώρο συγκέντρωσης.
Από τη μεριά μου, επεδίωκα να τους κοιτάζω στα μάτια και το χαμόγελό μου έβρισκε τις περισσότερες φορές μιά υποψία ανταπόκρισης. Περιηγήθηκα τους χώρους της καθημερινότητάς τους. Την αυλή που απλώνουν τα ρούχα τους, τους διαδρόμους που κάνουν τις βόλτες τους, τους τοίχους που απλώνουν τα όνειρά τους. Οι ζωγραφιές τους (καθόλου πρόστυχες, σαν εκείνες που βλέπουμε στους δρόμους να συνοδεύουν συνήθως τα σχόλια ποδοσφαιρικών ομάδων), είχαν κάτι νοσταλγικό. Φιαγμένες όλες με μολύβι . Ένας άγγελος με μεγάλα φτερά και πρόσωπο που θύμιζε τις ζωγραφιές παλιού αναγνωστικού, των πρώτων χρόνων της σχολικής μας ζωής.. Μου έκανε εντύπωση που ήταν χωρίς σπαθί..!
Το μόνο όπλο που ήταν ζωγραφισμένο στους τοίχους ήταν το βέλος που τρυπούσε κάμποσες καρδιές, που έσταζαν αίμα...Ονόματα, ημερομηνίες, αφιερώσεις, στίχοι, ζωγραφιές, όλα μαζί μιά ασπρόμαυρη ταπετσαρία τρυπούσε τους τοίχους και άφηνε τη σκέψη να δραπετεύσει.
Μου μιλούσαν με ευγένια και κατά τη διάρκεια της παράστασης, όταν κάποιος αντελήφθη ότι είμουν όρθι- σηκώθηκε και μου έδωσε το πλαστικό σκαμπώ. ( Τα καθίσματα ήταν ελάχιστα) Δεν μπορώ να θυμηθώ πριν πόσα χρόνια είχε συμβεί να δώ αυτή τη χειρονομία, στον ελεύθερο κόσμο που ζω..Αντίθετα, στο τελευταίο μου ταξείδι στην Αθήνα, είδα πραγματική μάχη για μιά θέση στον ηλεκτρικό.
Παρακολουθούσαν την παράσταση με προσοχή, ενώ εγώ παρακολουθούσα την έκφραση στα πρόσωπά τους. Διασκέδαζα αναγνωρίζοντας τις παιδιάστικες αντιδράσεις τους. Κάποιος συμμετείχε χαμηλόφωνα στους διαλόγους. Ένας πανήψυλος μελαχροινός ήταν έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να μπεί στη σκηνή.. Ειδικά όταν ο ένας ηθοποιός αποκαλούσε μιά γυναίκα "πόρνη" (Το έργο ήταν "η Βέρα" του Κεχαϊδη). Κάποιος άλλος σχολίαζε με τον πλαϊνό του τις ατάκες των ηθοποιών , υπερασπιζόμενος πότε το δίκιο του ενός και πότε το δίκιο του άλλου, ανάλογα με την εξέλιξη της υπόθεσης του έργου.... Με κέρασαν ένα άθλιο τσάϊ σε πλαστικό ποτήρι, αλλά το ήπια όλο στην "υγειά τους" και στην κατά τα θέλω τους, εξέλιξη της ζωής τους... Είναι η πρώτη φορά που μπήκα στη φυλακή.. Ακόμα η εμπειρία αυτή, δεν έχει κατασταλάξει μέσα μου. Είναι θολή, σαν το τσάϊ που μου προσέφεραν. Ξέρω μόνο πως καθώς τους χαιρετούσα, ένα κομμάτι της ψυχής μου , έμεινε κρεμμασμένο πάνω στα ακανθωτά συρματοπλέγματα της αυλής, που ψυλώνουν τους ζωγραφισμένους τοίχους μέχρι να φτάσουν τον ουρανό..

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

O Hσίοδος και εγώ....



(τα κείμενα με τα κόκκινα γράμματα, από τη ΘΕΟΓΟΝΙΑ του Ησίοδου)
Aρχές του Φλεβάρη. Ταξιδεύω πάνω στο βατό πέλαγος. Από εδώ , (από το πιο προωθημένο σημείο του πλοίου, στο βαρύ σαλόνι) , βλέπω το πέλαγο να σπαρταρά, αχαλίνωτα ερωτικό στην αγκαλιά του γητευτή Ήλιου. Πλάϊ μου, από μια τηλεόραση ακούω τη σκερτσότζικη φωνή κάποιου μόδιστρου της γκλαμουριάς, να συμβουλεύει το κοινό του, πώς να εντυπωσιάζει με ένα φόρεμα όλες τις ώρες τις ημέρας… Κοίταξα το άκομψο κοτλέ πανταλόνι μου και το χοντρό πουλόβερ και αποφάσισα πως εγώ δεν μπορώ να εντυπωσιάσω κανέναν, και σε καμιά ώρα της ημέρας… Έτσι απογοητευμέν- αποφάσισα να εγκαταλείψω το άνετο σαλόνι του πλοίου και τον πλανήτη της τηλεόρασης. Βγήκα στο κατάστρωμα ' τσουχτερός αέρας και κρύο. Τυλίχτηκα καλά στο παλτό μου και…να....τα κατάφερα. να..αρπαχτώ από ένα συννεφάκι που περνούσε πάνω από το κεφάλι μου, πολύ χαμηλά. Έτσι έγινε και βρέθηκα στην αγγαλιά του Γερό-Νηρέα.. Μα εκείνος δεν μου έδωσε καμιά σημασία.. Ούτε το γερο -Νηρέα λοιπόν μπόρεσα να εντυπωσιάσω?… Ένας ασπρομάλλης και μακρυμάλλης γέρος με σβυσμένα μάτια και μεγάλο μέτωπο είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του Γέρου της θάλασσας.. Κάθησα αμίλητ- σε μια γωνιά και περίμενα να μου ρίξουν έστω μια βιαστική ματιά…Τίποτα. Σηκώθηκα με σκέρτσο και ξανακάθησα πλάι στο σεβάσμιο γέροντα με το πιό γλυκό μου χαμόγελο... Εκείνος μου χαμογέλασε μια στιγμή και συνέχισε να μιλά καθώς άπλωνε το ρυτιδιασμένο χέρι του να μου χαϊδέψει τα μαλλιά. Α..κάποιος του είχε μιλήσει για την Αχίλλειο πτέρνα μου…. Πως ένα φασαριόζικο και απροσάρμοστο fractal μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα ήσυχο κούτσουρο... Και ω του θαύματος έγινε!!
Πέρα στον φωτεινό ορίζοντα διαγράφονταν οι γκριζοπράσινες φιγούρες των μακρυνών Νησιών που γεννήθηκαν από το ερωτικό σμίξιμο …καθώς «ήλθε ο μέγας ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό» και άλλα πάλι από ένα «γεμάτο αστέρια ουρανό και τη νύχτα τη σκοτεινή και αυτούς που έτρεφε ο Πόντος ο αλμυρός με τα μανιασμένα κύμματα..» Μα τι έλεγε ο γέρο σοφός. Ασφαλώς παραμιλούσε!! Κοίταξα μακρυά πέρα προς το Νότο. Στην έσχατη Ανατολική άκρη της μεγάλης θάλασσας που λέγεται Μεσόγειος. Ο γερο-σοφός παρακολουθώντας το βλέμμα μου συνέχισε…<<Η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστό Πόνο, την Λήθη, την Πείνα, και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις Συμπλοκές, τις Μάχες τους Φόνους, τους Ανδροσκωτομούς, τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες τις Διαφωνίες την Κακονομία, την Άτη, που πάνε συνήθως μαζί, και τον Όρκο που τυραννά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη θέλησή τους γίνονται επίορκοι>>
Σκέφτομαι πως όλα αυτά που ακούω είναι μια φάρσα ' ένα παιχνίδι της φαντασίας μου. Πάντα το πέλαγος με βύθιζε μέσα του. Πάντα εύρισκε τρόπο να τρυπά τις φλέβες μου και να διοχετεύει στο αίμα μου τη λαγνεία που παρέλυε τις αντιστάσεις μου, έτσι που να θέλω να σβύσω κοντά του, όπως σβύνουν γλυκά τα κύμματα στην αμμουδερή ακρογιαλιά…
«Και η Θεά αφού αναγκάστηκε έσμειξε ερωτικά με τον Υπερίωνα και γέννησε τον μεγάλο Ήλιο τη λαμπερή Σελήνη και την Αυγή που φέρνει το φως σ΄όλους πάνω στη γη και στους αθάνατους Θεούς που κατέχουν τον πλατύ Ουρανό»
Φτάσαμε στη Μύκονο.. Από το λιμάνι που αράξαμε για την επιβίβαση-αποβίβαση βλέπω τα κατάλευκα σπιτάκια.. Κάποτε το μικρό κυκλαδονήσι μιλούσε με τον Πόντο , τον Ουρανό και τους Ανέμους. «Τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά και τον Νότο, αφού η Θεά πλάγιασε ερωτικά με το Θεό.» Τώρα Το όμορφο νησί των ανέμων θυσιάστηκε στο βωμό του τουρισμού.
Το «ΝΗΣΟΣ ΧΙΟΣ» ξανοίγεται πάλι στο πέλαγος και εγώ σφιχταγγαλιασμέν- με τον γέρο-σοφό Ησίοδο δέχομαι σε κάθε μόριο της ύπαρξής μου την ευλογία από το σπέρμα της Θεογονίας του. Ο Ουρανός τώρα αρχίζει να συννεφιάζει. Ο Πόντος σμίγει επικίνδυνα με τον Ουρανό..Πέρα μακρυά το φως κάποιου φάρου χαράσσει την σωστή πορεία μας πάνω στο απέραντο πέλαγος,, Α..αυτές τις ώρες η φωτιά του Προμηθέα είναι πολύτιμη για τους ανθρώπους.. «.. γιατί τότε που οι Θεοί και οι θνητοί άνθρωποι στη Μηκώνη τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας) μοίρασε ένα μεγαλόσωμο βόδι, με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει την κρίση του Δία. Στο μεν ένα έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού, ενώ στο άλλο τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω αφού τα σκέπασε με λευκό λίπος» Και έβαλε το Δία να διαλέξει τη μερίδα των Θεών. Ο Δίας όμως που κατάλαβε το δόλο οργίστηκε «καθώς είδε τα λευκά κόκκαλα να προορίζονται για τους αθάνατους φυλαγμένα πάνω σε καπνισμένους βωμούς. Και με μεγάλη αγανάχτηση ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα του είπε :

"Γυιέ του Ιαπετού που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων, δεν ξέχασες φίλε μου την τέχνη της απάτης.
Έτσι του είπε οργισμένος ο Δίας με τη σκέψη που δεν λαθεύει ποτέ και από τότε θυμόταν πάντα την απάτη και δεν έστελνε στις μελιές την ορμή της ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη. Αλλά ο γεναίος γυιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε και του έκλεψε την λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει μακρυά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά την ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακρυά. Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φωτιάς δημιούργησε ένα κακό για τους ανθρώπους.» Και έβαλε το φοβερό όρνιο να τρώει το συκώτι του Προμηθέα..
Μα το όρνιο φτερούγισε μακρυά καθώς τρόμαξε από τη
σειρήνα του πλοίου που έμπαινε στο λιμάνι της Σύρου.. Αχ η Ερμούπολη…η Ερμούπολη.. Δημιουργήθηκε από τις φλόγες της καταστροφής του Νησιού μου..Σαν το Φοίνικα ξεπετάχτηκε μέσα από τα ματωμένα χώματα της Χίου η όμορφη πρωτεύουσα των Κυκλάδων.. Η σφαγμένη και κατακαμμένη Χίος, δημιούργησε την οικονομική και πολιτιστική άνθηση της Σύρου.. Οι κατατρεγμένοι και αφανισμένοι Χιώτες μεγαλέμποροι και τραπεζίτες που τώρα κοιμούνται ψηλά στο νεκροταφείο της Ανω Πόλης, έβαλαν να χαράξουν πάνω στα ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας γλυπτά που κοσμούν τους τάφους τους, την τελευταία τους επιθυμία.. Να θαφτούν εκεί, από όπου θα μπορούσαν να αγναντεύουν πέρα από το πέλαγος, την πολύπαθη πατρίδα.. (τάφος Νεγρεπόντη)…. Άφησέ με για λίγο καλέ μου Ησίοδε να προσκυνήσω τα χώματα που είναι θαμμένοι τόσοι μέγάλοι συμπατριώτες μου διογμένοι από το «αρχοντονήσι που βουνά και λαγκαδιές και πλάγια, και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδυα, καθρέφτιζε μες τα νερά..» (Βίκτωρ Ουγκώ, Το Ελληνόπουλο, εμπνευσμένο από τη σφαγή τησ Χίου)
Το πλοίο σφυρίζει ξανά καθώς εγκαταλείπει το λιμάνι της Σύρου και τρέχω να πέσω ξανά στην αγκαλιά του εραστή μου, για να ξεχάσω τα γεναιολογικά μου πάθη..Ο γέρο- Ησίοδος όμως εν τω μεταξύ έχει καλέσει τον Ύπνο από την άκρη της γης. Από «εκεί όπου η μέρα και η νύχτα συναντιούνται και αλληλοχαιρετιούνται , περνώντας το χάλκινο σκαλοπάτι. Η μια μπαίνει μέσα και η άλλη βγαίνει έξω , γιατί ποτέ και τις δυό δεν τις σηκώνει το σπίτι.. Αλά η μια είναι έξω και περιφέρεται στη γη, η άλλη μένει μέσα και περιμένει την ώρα της να βγεί. Η μια κρατώντας το φως που το βλέπουν όλοι, κι η άλλη η ολοσκότεινη Νύχτα, τυλιγμένη σε μαύρο σύννεφο έχοντας στα χέρια της τον Ύπνο τον αδελφό του Θανάτου, Θεό φοβερό που ποτέ σε αυτούς ο λαμπερός ο΄Ηλιος δεν ρίχνει τις ακτίνες του, ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό ούτε όταν κατεβαίνει απ΄αυτόν . Ο ένας από αυτούς, ήρεμος και γλυκός (ο ύπνος) τριγυρίζει στη γη και την απέραντη θάλασσα ενώ ο άλλος, (ο θάνατος) έχει καρδιά από σίδερο και ψυχή χάλκινη κι ανελέητη μέσα στα στήθη του, κι όποιον αρπάξει από τους ανθρώπους δεν τον αφήνει κι είναι εχθρός ακόμα και στους αθάνατους θεούς» Αδύνατον πιά να τραβήξω τον γέρο-Ησίοδο από την αγγαλιά του Ύπνου. Επικαλούμε την δύναμη του πανεπόπτη Δία «Fractal μου είπε εκείνος, ο έρωτας παραλύει τα μέλη θεών και ανθρώπων, Μην τον ξυπνάς. Εσύ ευθύνεσαι για τον βαθύ του Ύπνο, είπε, και χάθηκε τυλιγμένος στα σύννεφα..... - Μα φτάσαμε στον Πειραιά, διαμαρτύρομε…Και τότε μέσα από τον βαθύ του Ύπνο ο Ησίοδος μου μίλησε για τελευταία φορά: -Fractal, μου είπε, άσε με έδώ με το φίλο μου το γερο-Νηρέα να ξεκουραστώ... Εσύ πήγαινε. Και να μην ξεχάσεις εκεί στην πρωτεύουσα που πας, πως « Η Στύγα η κόρη του Ωκεανού σμίγοντας με τον Παλλάντα γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη. Επίσης γέννησε το Κράτος και τη Βία. Ξακουστά παιδιά , μακρυά απ΄το Δία δεν υπάρχει για αυτά ούτε σπίτι, ούτε μέρος να σταθούν, ούτε δρόμος που να μην τους οδηγεί ο Θεός και πάντα κάθονται πλάϊ στο βροντερό Δία……!!! ......«Και οι ουρανίδες χάρισαν στον Δία την Βροντή και τον κεραυνό που όλα τα καίει, και την αστραπή. Με αυτά βασιλεύει στους θνητούς και τους αθάνατους θεούς….!!!!
Κατάλαβα. Το μήνυμα που μου έδινε ο αγαπημένος μου ήταν, πως ο Δίας δεν ζει πιά στον Όλυμπο αλλά στην Πρωτεύουσα!!!!!