
Σχεδόν στο σύνολό τους νέοι, (κάτω των 30), με ανήσυχα και φοβισμένα μάτια που στα περισσότερα διέκρινα μιά ελαφρά ειρωνία, περιφέρονταν νευρικά στο χώρο συγκέντρωσης.
Από τη μεριά μου, επεδίωκα να τους κοιτάζω στα μάτια και το χαμόγελό μου έβρισκε τις περισσότερες φορές μιά υποψία ανταπόκρισης. Περιηγήθηκα τους χώρους της καθημερινότητάς τους. Την αυλή που απλώνουν τα ρούχα τους, τους διαδρόμους που κάνουν τις βόλτες τους, τους τοίχους που απλώνουν τα όνειρά τους. Οι ζωγραφιές τους (καθόλου πρόστυχες, σαν εκείνες που βλέπουμε στους δρόμους να συνοδεύουν συνήθως τα σχόλια ποδοσφαιρικών ομάδων), είχαν κάτι νοσταλγικό. Φιαγμένες όλες με μολύβι . Ένας άγγελος με μεγάλα φτερά και πρόσωπο που θύμιζε τις ζωγραφιές παλιού αναγνωστικού, των πρώτων χρόνων της σχολικής μας ζωής.. Μου έκανε εντύπωση που ήταν χωρίς σπαθί..!
Το μόνο όπλο που ήταν ζωγραφισμένο στους τοίχους ήταν το βέλος που τρυπούσε κάμποσες καρδιές, που έσταζαν αίμα...Ονόματα, ημερομηνίες, αφιερώσεις, στίχοι, ζωγραφιές, όλα μαζί μιά ασπρόμαυρη ταπετσαρία τρυπούσε τους τοίχους και άφηνε τη σκέψη να δραπετεύσει.
Μου μιλούσαν με ευγένια και κατά τη διάρκεια της παράστασης, όταν κάποιος αντελήφθη ότι είμουν όρθι- σηκώθηκε και μου έδωσε το πλαστικό σκαμπώ. ( Τα καθίσματα ήταν ελάχιστα) Δεν μπορώ να θυμηθώ πριν πόσα χρόνια είχε συμβεί να δώ αυτή τη χειρονομία, στον ελεύθερο κόσμο που ζω..Αντίθετα, στο τελευταίο μου ταξείδι στην Αθήνα, είδα πραγματική μάχη για μιά θέση στον ηλεκτρικό.
Παρακολουθούσαν την παράσταση με προσοχή, ενώ εγώ παρακολουθούσα την έκφραση στα πρόσωπά τους. Διασκέδαζα αναγνωρίζοντας τις παιδιάστικες αντιδράσεις τους. Κάποιος συμμετείχε χαμηλόφωνα στους διαλόγους. Ένας πανήψυλος μελαχροινός ήταν έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να μπεί στη σκηνή.. Ειδικά όταν ο ένας ηθοποιός αποκαλούσε μιά γυναίκα "πόρνη" (Το έργο ήταν "η Βέρα" του Κεχαϊδη). Κάποιος άλλος σχολίαζε με τον πλαϊνό του τις ατάκες των ηθοποιών , υπερασπιζόμενος πότε το δίκιο του ενός και πότε το δίκιο του άλλου, ανάλογα με την εξέλιξη της υπόθεσης του έργου.... Με κέρασαν ένα άθλιο τσάϊ σε πλαστικό ποτήρι, αλλά το ήπια όλο στην "υγειά τους" και στην κατά τα θέλω τους, εξέλιξη της ζωής τους... Είναι η πρώτη φορά που μπήκα στη φυλακή.. Ακόμα η εμπειρία αυτή, δεν έχει κατασταλάξει μέσα μου. Είναι θολή, σαν το τσάϊ που μου προσέφεραν. Ξέρω μόνο πως καθώς τους χαιρετούσα, ένα κομμάτι της ψυχής μου , έμεινε κρεμμασμένο πάνω στα ακανθωτά συρματοπλέγματα της αυλής, που ψυλώνουν τους ζωγραφισμένους τοίχους μέχρι να φτάσουν τον ουρανό..